τοιουτόσχημος

τοιουτόσχημος
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέτοιο σχήμα, ο τέτοιου σχήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. ἑτερό-σχημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοιουτόσχημον — τοιουτόσχημος of such shape masc/fem acc sg τοιουτόσχημος of such shape neut nom/voc/acc sg τοιουτοσχήμων of such shape masc/fem voc sg τοιουτοσχήμων of such shape neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοιουτοσχήμων — ονος, ὁ, ἡ, ουδ. τοιουτόσχημον, ΜΑ τοιουτόσχημος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ἀλλοιο σχήμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”